Γυναικεία Πνευματικότητα

Popular Posts

Popular Posts

Search This Blog

Total Pageviews

Wednesday, July 11, 2012

τα χειρόγραφα τού Ναγκ Χαμάντι: μιά σπουδαία Γνωστική ανακάλυψη









Η ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του Νάγκ Χαμμάντι είναι μιά εκπληκτική περιπέτεια που χάρισε στην ανθρωπότητα έναν θησαυρό χαμένο από καιρό και φώτισε κάποιες από τις κρυφές κα συσκοτισμένες πλευρές της ανθρώπινης σκέψης.
 Το Ναγκ Χαμμάντι είναι το όνομα μιάς τοποθεσίας στην έρημο της Αιγύπτου και έγινε γνωστός από την ανακάλυψη εκεί δώδεκα κωδίκων με πάνω από πενήντα κείμενα μέσα σε  ένα σφραγισμένο πήλινο σκεύος.
Τα κείμενα των κωδίκων  είναι γραμμένα στην Κοπτική[1] και αποτελούνται από Γνωστικές πραγματείες, τρία έργα που προέρχονται από το Corpus Hemeticum, καθώς και μιά μετάφραση αποσπάσματος της Πολιτείας του Πλάτωνα. Το σύνολο των κωδίκων θεωρείται ότι είναι μέρος της βιβλιοθήκης ενός μοναστηριού από εκείνα που διοικούσε ο Άγιος Παχώμιος, ο οποίος θέλησε να διασώσει μερικά από τα κείμενά τους όταν η Καθολική Εκκλησία μεγάλωσε τις διώξεις των αιρετικών. Τα περισσότερα, αν όχι όλα,  από τα κείμενα του Ναγκ Χαμμάντι είναι μεταφράσεις Ελληνικών κειμένων – με πιό διάσημα ανάμεσά τους το Ευαγγέλιο του Θωμά και τις πραγματείες περί Ψυχής. Μετά την πλήρη δημοσίευση των κειμένων πολλά από τα κείμενα του Ναγκ Χαμμάντι που αποδίδονται στον Ιησού ταυτίστηκαν με κείμενα του παπύρου Οξυρρύγχου[i], που είχε ανακαλυφθεί το 1898, ενώ άλλα αποσπάσματα αναγνωρίστηκαν ως πρώιμες Χριστιανικές πηγές. Υπό το φως των λίγων που ήδη είπαμε, γίνεται φανερό ότι η Βιβλιοθήκη του Ναγκ Χαμμάντι είναι ένα μνημείο που φωτίζει όχι μόνον τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια, αλλά και τη Γνωστική Σκέψη που ζει και ανθεί, παρ’ ό,τι υπόγεια, εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε αιώνες.



Το σημείο της ανακάλυψης των χειρογράφων
Η Ανακάλυψη

Κάθε  Δεκέμβρη οι αγρότες στο Ναγκ Χαμμάντι της Άνω Αιγύπτου συλλέγουν φυσικά λιπάσματα γιά χωράφια τους από το έδαφος της ευρύτερης περιοχής τους


Ναγκ Χαμμάντι

Τον Δεκέμβρη του 1945 δύο αδέλφια, ο Μοχάμεντ και  ο Κάλλφα Αλί πήγαν με τα ζώα τους στην νότια πλευρά του πεσμένου βράχου της περιοχής και, όταν άρχισαν να σκάβουν στη βάση του γιά λίπασμα, βρήκαν ένα θαμμένο πήλινο σκεύος. Ο Μοχάμεντ αναφέρει πως στην αρχή δίστασε να τό ανοίξει, από φόβο μήπως υπήρχε κρυμμένο μέσα του κάποιο τζίνι. Σκέφτηκε, όμως, ότι το κανάτι μπορεί να έκρυβε κάποιον θησαυρό. Το έσπασε με την αξίνα του και, όταν κατακάθισε η χρυσή σκόνη, είδε έναν άλλου είδους θησαυρό που δέν ήταν σε θέση να εκτιμήσει. Ήταν οι πάπυροι που έγιναν γνωστοί ως Βιβλιοθήκη του Ναγκ Χαμμάντι. Τούς τύλιξε στην κελεμπία του και πήγε στο σπίτι του, που βρισκόταν σ’ έναν φτωχό οικισμό, τον αλ-Κασρ, στην περιοχή της αρχαίας Χηνοβοσκίας.

   Γιά να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την περιπέτεια των παπύρων που βρήκε ο Μοχάμεντ, πρέπει να ανατρέξουμε στα γεγονότα που τάραζαν την οικογένειά του τους τελευταίους έξι μήνες.

 


 

    Tον Μάη του 1945 ο πατέρας των δύο αδελφών , νυχτοφύλακας που φρουρούσε τον εξοπλισμό ύδρευσης των χωραφιών, είχε σκοτώσει έναν επίδοξο κλέφτη. Αυτό ήταν η αρχή μιάς άγριας βεντέτας – το επόμενο πρωί βρέθηκε και ο ίδιος σκοτωμένος. Έναν μήνα περίπου μετά την ανακάλυψη των χειρογράφων, ένας χωρικός ονόματι Αχμάντ αποκοιμήθηκε στον δρόμο κοντά στο σπίτι του Μοχάμεντ.  Αυτός, επειδή κάποιος γείτονας τόν πληροφόρησε ότι ο κοιμισμένος ήταν ο δολοφόνος του πατέρα του, φώναξε όλη την οικογένεια και τόν κομμάτιασαν. Στο τέλος τού ξερίζωσαν την καρδιά και έφαγαν όλοι από ένα της κομμάτι. Ο Αχμάντ ήταν γιός του αστυφύλακα Ισμαήλ Χουσείν, ανθρώπου με δύναμη αλλά και με αντιπάθειες στο χωριό, κυρίως διότι ανήκε σε μιά φυλή τόσο αποξενωμένη από τον κεντρικό κορμό της κοινωνίας που θεωρούσαν εαυτούς άμεσους απογόνους του Προφήτη αλλά μή Άραβες. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες υψωμάτων σε αρκετά ερημική περιοχή, γι’ αυτό και ο Μοχάμεντ φοβόταν να επιστρέψει εκεί όπου είχε ανακαλύψει τους παπύρους, μιάς και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος αντεκδίκησης[2]. Έτσι αρνιόταν πεισματικά να δείξει πού ακριβώς είχε βρει τους παπύρους, μέχρι που πείστηκε χάρις σε μιά καλή μεταμφίεση και σε ακόμα καλύτερη αμοιβή.

   Δέν βρέθηκαν μάρτυρες να καταθέσουν στη δίκη γιά τον φόνο του Αχμάντ, μιάς και ο αστυφύλακας ήταν αντιπαθής στο χωριό. Όμως, λόγω της γνωστής έχθρας μεταξύ των δύο οικογενειών, η αστυνομία έκανε συχνές έρευνες στο σπίτι του Μοχάμεντ γιά να βρει όπλα. Εκείνος υπέθετε, όπως και άλλοι, που είχε ζητήσει τη γνώμη τους, ότι τα κείμενα των κωδίκων ήταν χριστιανικά, επειδή ήταν γραμμένα στην Κοπτική. Έτσι αποφάσισε  να ζητήσει από τον ντόπιο Κόπτη ιερέα να τα φυλάξει στο σπίτι του, μιάς και εκεί έρευνα αποκλειόταν να γίνει.

 

 

Το σημείο της ανακάλυψης των χειρογράφων

 

Η Περιπέτεια των Χειρογράφων

 

Η σύζυγος του ιερέα είχε έναν αδελφό, ονόματι Ραγκίμπ,  που δίδασκε αγγλικά και ιστορία σε διάφορα ενοριακά σχολεία της περιοχής. Μιά φορά την εβδομάδα δίδασκε στο αλ-Κουάστ και έμενε στο σπίτι της αδελφής του. Όταν είδε ένα μέρος των Κωδίκων, κατάλαβε ότι επρόκειτο γιά κάτι πολύ σημαντικό και κατάφερε να πάρει τον Κώδικα ΙΙΙ στο Κάιρο, γιά να τον δείξει σε έναν Κόπτη γιατρό που ενδιαφερόταν γιά την ιστορία της γλώσσας του. Ο γιατρός επικοινώνησε με το υπουργείο αρχαιοτήτων, στο οποίο και παρέδωσε το βιβλίο πληρώνοντας τον Ραγκίμπ 300 λίρες, από τις οποίες 50  παρέδωσε στο Κοπτικό Μουσείο όπου κατατέθηκε ο εν λόγω Κώδικας.

    Στο μεταξύ η σύζυγος του Μοχάμεντ Αλί, θεωρώντας τους Κώδικες ασήμαντους και πιθανή πηγή κακοτυχίας, έκαψε ένα μέρος τους στον φούρνο – και ίσως σ’ αυτό να οφείλεται η ελλειπτική κατάσταση ορισμένων κειμένων. Διάφοροι αναλφάβητοι μουσουλμάνοι γείτονες αντάλλαξαν ή αγόρασαν ό,τι απόμενε γιά ψιχία. Ένας από αυτούς είχε ένα από τα χειρόγραφα και το εμπιστεύθηκε σε έναν έμπορο χρυσού από το Ναγκ Χαμμάντι Αυτός το πούλησε στο Κάιρο και μοιράστηκαν τα κέρδη. Ένας άλλος έμπορος[3], εξασφάλισε ένα χειρόγραφο και το πούλησε στο Κάιρο σε τόσο υψηλή τιμή που άνοιξε εκεί μαγαζί.

 

 

     Τα περισσότερα χειρόγραφα κατέληξαν στα χέρια ενός μονόφθαλμου μικροαπατεώνα, κάτοικου του αλ-Κασρ που πήγε στο Κάιρο συνοδευμένος από γνωστό έμπορο αρχαιοτήτων,  πούλησε ό,τι είχε φέρει μαζί του στον Φωκίωνα Τάνο, παλαιοπώλη και ξαναγύρισε στο χωριό να φέρει και ό,τι άλλο μπορούσε.


    Το μεγαλύτερο μέρος του Κώδικα Ι μεταφέρθηκε εκτός Αιγύπτου από έναν Βέλγο έμπορο αρχαιοτήτων που προσπάθησε επανειλημμένα να τον πουλήσει στις ΗΠΑ. Αργότερα η χήρα του πούλησε τον Κώδικα στο Ινστιτούτο Γιούνγκ της Ζυρίχης γι’ αυτό και ετούτος είναι γνωστός ως Κώδικας Γιούνγκ. Επιστράφηκε στο Κάιρο κατά τμήματα μετά την δημοσίευσή του, γιά φύλαξη στο Κοπτικό Μουσείο. Στο μεταξύ το αιγυπτιακό Υπουργείο Αρχαιοτήτων κατέσχεσε την συλλογή Τάνο, γιά να εμποδίσει την πώλησή της εκτός της χώρας. Όταν πήρε την εξουσία ο Νάσερ, ολόκληρη η συλλογή εθνικοποιήθηκε, με αντίτιμο, συμβολικά, 4000 λιρών. Σήμερα πλέον η Βιβλιοθήκη Ναγκ Χαμμάντι, με όλους της τους Κώδικες, φυλάσσεται στο Κοπτικό Μουσείο.

 


 Η Έκδοση

 

   Ο Τόγκο Μίνα, διευθυντής του Κοπτικού Μουσείου εκείνη την εποχή, είχε σπουδάσει στο Παρίσι, υπό τον αβά Ντριοτόν, που διηύθυνε το Υπουργείο Αρχαιοτήτων Ο Μίνα είχε υπάρξει συμμαθητής της κυρίας Ντορες, που ο σύζυγός της έφτασε στην Αίγυπτο γιά  να μελετήσει τα Κοπτικά μοναστήρια. Ο Μίνα τού επέτρεψε την πρόσβαση στον Κώδικα ΙΙΙ και συμφώνησε μαζί του να ετοιμάσουν την έκδοση των χειρογράφων του Ναγκ Χαμμάντι με γαλλική μετάφραση αλλά πέθανε, όμως, το 1949. Το 1956 συστάθηκε μιά επιτροπή και μερικά μέλη της συναντήθηκαν στο Κάιρο. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η έκδοση του Ευαγγελίου του Θωμά το 1959. Από το 1956 είχε αρχίσει η έκδοση του Κώδικα Γιούνγκ που ολοκληρώθηκε το 1975. Στο μεταξύ ο νέος διευθυντής του Κοπτικού Μουσείου έκανε σχέδια με μιά ομάδα Γερμανών ειδικών να εκδώσουν το μεγαλύτερο μέρος της Βιβλιοθήκης του Ναγκ Χαμμάντι.

   Ο γενικός διευθυντής της Ουνέσκο την ίδια περίοδο[4], ο Ρενέ Μαχέ, προωθούσε μιά συμφωνία με τον υπουργό πολιτισμού και εθνικής καθοδήγησης των ηνωμένων αραβικών δημοκρατιών (;)γιά να γίνει μιά ολοκληρωμένη έκδοση μέσω μιάς διεθνούς επιτροπής που θα είχε επιλεγεί από κοινού. Όταν όμως διαπίστωσαν πως τα καλύτερα αποσπάσματα είχαν ήδη δημοσιευθεί, άλλαξαν το σχέδιό τους σε μιά φωτογραφική έκδοση, που όμως δέν προχώρησε μέχρι το 1970, οπότε δημιουργήθηκε τελικά η διεθνής επιτροπή και οι Κώδικες του Ναγκ Χαμμάντι άρχισαν να δημοσιεύονται από το 1972 ως το 1984. κυκλοφορούν πλέον και πλήρεις εκδόσεις του συνόλου των Κωδίκων στα Αγγλικά, τα Γερμανικά και τα Γαλλικά, βασισμένα στην δεκαεπτάτομη αγγλική πρώτη έκδοση που τιτλοφορείται Η Κοπτική Γνωστική Βιβλιοθήκηhe Coptic Gnostic Library).  

     Η δημοσίευση της βιβλιοθήκης σημαδεύει μιάν καινούρια εποχή στην έρευνα και στις πνευματικές αναζητήσεις των ανθρώπων, ιδίως όσων ξέρουν να ανιχνεύουν τα υπόγεια ρεύματα που επιζούν επί αιώνες. Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, υπάρχουν μελετητές και μελετήτριες του Γνωστικισμού, του πρώιμου Χριστιανισμού και των παράλληλών τους κινημάτων, που κατηγορήθηκαν ως αλλόδοξα και αιρετικά, αλλά που προσφέρουν έναν εναλλακτικό τρόπο γιά την κατανόηση της ύπαρξης και της βίωσης του ταξιδιού της ψυχής. Έχει αρχίσει, λοιπόν, η μελέτη των «επίσημων» ιερών κειμένων του Δυτικού Κόσμου σε διάδραση με τον Γνωστικισμό. Η μελέτη αυτή επιβάλλει τόσο την κατάκτηση και την εξερεύνηση των αρχαίων πηγών, όσο και των νοημάτων και των κινημάτων της σκέψης που αναβιώνουν μετά από αιώνες υπόγειας ύπαρξης. Ως τώρα οι πηγές γι’ αυτού του είδους τις μελέτες ήταν ισχνές. Η Βιβλιοθήκη του Ναγκ Χαμμάντι καλύπτει ένα τεράστιο κενό.      

 

To Περιεχόμενο

    Η Βιβλιοθήκη του Ναγκ Χαμμάντι είναι μιά συλλογή κειμένων που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους τόσο ως προς τον χρόνο της συγγραφής όσο και ως προς το περιεχόμενο. Οι μελετητές διαφωνούν ακόμη και  ως προς αν οι συγγραφείς τους ήταν μέλη μιάς ή διαφορετικών ομάδων ή κινημάτων. Όμως αυτά τα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους χειρόγραφα πρέπει να  είχαν κάτι κοινό γιά να αποθηκευτούν μαζί , και μάλιστα με τόσην προσοχή. Μιά προσεχτική ανάγνωση αποκαλύπτει με βεβαιότητα την πρόθεση των μεταφραστών, των αντιγραφέων και των συλλεκτών της Βιβλιοθήκης: πρέπει να ανακάλυπταν ή/και να απέδιδαν κρυμμένα νοήματα στο σύνολο των κειμένων που διάλεξαν, ακόμη και αν αυτά τα νοήματα δέν ανταποκρίνονταν πάντα στις προθέσεις των συγγραφέων τους.



    Ένα από κείμενα της Βιβλιοθήκης, το Ευαγγέλιο του Θωμά, αρχίζει με τούτα τα λόγια: «Όποιος βρει την ερμηνεία αυτών των λόγων, δέν θα γνωρίσει θάνατο.»  Επομένως το περιεχόμενο της Βιβλιοθήκης μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους, και σε περισσότερα από ένα επίπεδο: εκτός από το  μήνυμα που ήθελε να μεταβιβάσει ο/η συγγραφέας, υπάρχει και το επίπεδο των νοημάτων που θεωρήθηκε αργότερα ότι διαθέτουν τα έργα αυτά. Πρόκειται γιά μερικές κοινές ιδέες που διατρέχουν το σύνολο της Βιβλιοθήκης: μιάν αίσθηση αποξένωσης από τον κόσμο, ή τουλάχιστον από τις κοινωνίες όπως είχαν όταν διαμορφώθηκε η συλλογή, ο πόθος γιά μιάν ιδανική τάξη που υπερβαίνει την καθημερινή ζωή και, τέλος, έναν τρόπο ζωής ολότελα διαφορετικό από κείνον του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων – ένα τρόπο ζωής που απαιτούσε την απάρνηση των υλικών αγαθών και τον αγώνα γιά απελευθέρωση Πρόκειται, λοιπόν, γιά ένα είδος επανάστασης που προϋποθέτει την άρνηση των τρεχουσών αξιών και την «αναχώρηση» σε άλλους ρυθμούς και αξίες. Με αυτή την έννοια, τα κείμενα αυτά έχουν σχέση με τον πρωτόγονο Χριστιανισμό, με το είδος της αγιότητας που ποθούν πολλοί και πολλές στις μέρες μας, καθώς και με κάποιες   πλευρές των ανατολικών θρησκειών. Η αδιαφορία γιά τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, η απόσυρση σε κοινότητες με δικούς τους κανόνες, μακριά από την ταραχή και τον θόρυβο της πόλης, η άρνηση συμμετοχής στα μικροπολιτικά παιχνίδια, η συμμετοχή όλων των μελών σε όλη τη γνώση της ομάδας – αυτά τα στοιχεία που και σήμερα βλέπουμε να αποτελούν ανάγκη πολλών ανθρώπων, είναι από τις δυνάμεις εκείνες που οδήγησαν μιάν ομάδα ανθρώπων να μεταφράσει, να αντιγράψει, να συλλέξει και να κρύψει τα κείμενα που αποτελούν τη Βιβλιοθήκη.          

    Φυσικά, το νόημα και το μήνυμά τους δέν μάς έχει παραδοθεί ακέραιο, μιάς και η ιστορία των ίδιων των χειρογράφων υπήρξε, όπως είδαμε, περιπετειώδης. Από την άλλη πλευρά, στην εποχή της καταγραφής τους, η ανθρωπότητα εκφραζόταν με μύθους, με θρησκευτικούς όρους, με σύμβολα διαφορετικά από τα σημερινά, αλλά και δέν είχε ακόμη ένα νέο λεξιλόγιο γιά να εκφράσει στάσεις και αντιλήψεις καθόλου παραδοσιακές. Η κυρίαρχη άποψη που αναδύεται από αυτά τα κείμενα εξ άλλου ήταν τόσο ριζοσπαστική στην εποχή της, ώστε δέν μπορούσε να χωρέσει στα τότε πνευματικά – θρησκευτικά ή φιλοσοφικά – ρεύματα και τις οργανωμένες θρησκείες. Γι’ αυτό και δέν μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον λεκτικό, έστω, πλούτο των εκπαιδευτικών θεσμών, γιά να διατυπώσει έναν εντελώς καινούριο λόγο μέσα στα πλαίσιά τους. Άρχισαν, φυσικά, να εμφανίζονται Γνωστικές σχολές μέσα στον Χριστιανισμό και τον Νεοπλατωνισμό, οι οποίοι αποφάσισαν, κάποια στιγμή, ότι αυτό το ρεύμα ήταν αιρετικό και προσπάθησαν να τό αποκλείσουν. Έτσι οι τόσο εύγλωττοι μύθοι και οι φιλοσοφικές προτάσεις των Γνωστικών κατάντησαν θολές παραδόσεις που υιοθετήθηκαν αργότερα από ελάσσονες συγγραφείς γιά να μιλήσουν με τον δικό τους, συγχυσμένο και θολό τρόπο γιά τα μεγάλα Γνωστικά θέματα. Γι’ αυτό στη Βιβλιοθήκη βρίσκουμε τόσο πρωτότυπα και μεγαλειώδη κείμενα, όσο και τέτοια θολά προϊόντα.

    Τα κείμενα του Ναγκ Χαμμάντι γράφτηκαν αρχικά στα Ελληνικά και μεταφράστηκαν στα Κοπτικά από μεταφραστές που δέν κατανοούσαν πάντα το βάθος ή το μεγαλείο τους. Γιά παράδειγμα, υπάρχει εδώ και  ένα σύντομο απόσπασμα της πλατωνικής Πολιτείας[5], μεταφρασμένο από κάποιον που δέν κατανοούσε το νόημά της, αλλά που θεώρησε ότι ήταν σχετικό με τα υπόλοιπα κείμενα. Φυσικά τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κείμενα είναι μεταφρασμένα καλύτερα, αλλά ακόμη κι’ έτσι δέν υπάρχει καμιά βεβαιότητα γιά την ποιότητα της μετάφρασης ή της αντιγραφής. Όπου μεσολάβησαν περισσότεροι του ενός αντιγραφείς ο κίνδυνος λαθών μεγαλώνει, όπως είναι αναμενόμενο, και δέν είναι καθόλου εύκολο να υπολογιστούν. Το πρόβλημα της πιστότητας μεγαλώνει από την κατάσταση των ίδιων των κειμένων που θάφτηκαν γύρω στο 400 μ.Χ. και έμειναν σε συνθήκες επισφαλείς θαμμένα μέχρι το 1945, γιά να παραδοθούν στην ασφάλεια και την φροντίδα του μουσείου τριάντα χρόνια αργότερα.

    Όλα αυτά δέν μειώνουν τη σημασία των κειμένων καθ’ εαυτων: εδώ έχουμε να κάνουμε με μιά κατανόηση της ύπαρξης, μιάν απάντηση στο ανθρώπινο δίλημμα, μιά κριτική στάση που ανοίγουν δρόμους ξεχασμένους αλλά πάντα επίκαιρους και σημαντικούς. Οι δρόμοι και οι τρόποι αυτοί μάς παρουσιάζονταν μέχρι σήμερα μέσα από κοντόφθαλμους κυνηγούς «αιρέσεων», που αναφέρονταν στα Γνωστικά – και στα παρόμοιά τους – κείμενα γιά να χλευάσουν και να ανασκευάσουν. Σήμερα έχουμε ένα εργαλείο στα χέρια μας σημαντικό.

   Αυτοί που συνέλεξαν τα κείμενα αυτά ήταν Γνωστικοί. Πολλά από τα ίδια τα κείμενα ήταν αρχικά Χριστιανικής προέλευσης, πράγμα διόλου εκπληκτικό, μιάς και ο πρωτόγονος Χριστιανισμός ήταν αρχικά κι’ αυτός ένα ριζοσπαστικό κίνημα, που, σύμφωνα με τις επιταγές του ίδιου του Ιησού, απαιτούσε ανατροπή των παραδοσιακών αξιών, μιάς και ένα από τα βασικά του κηρύγματα ήταν το τέλος του κόσμου στη μέχρι τότε μορφή του και η αντικατάστασή του με έναν πιό αυθεντικό κόσμο. Ο Ιησούς, όπως και οι Γνωστικοί, στάθηκε ενάντιος στις πολιτικές αρχές και στους παλιωμένους θεσμούς, γιά τούτο και εκτελέστηκε πολύ σύντομα. Γιά όσους τόν ακολούθησαν συμβόλιζε αυτόν τον στόχο της ανατροπής των θεσμών και των αξιών που πλέον δέν είχαν ουσιαστικό νόημα. Υπήρξαν, όμως, ανάμεσά τους και μερικοί που επέλεξαν έναν πιό συμβατικό τρόπο όχι μόνον ζωής αλλά και επικράτησης. Έτσι ο κύκλος τους αποτέλεσε σιγά σιγά έναν κατεστημένο που ήθελε να διατηρήσει τους τίτλους του, την τάξη που είχε κατορθώσει να αποχτήσει, και να επιβάλλει τη συνέχειά του. Αυτή η προσπάθεια ήταν εντελώς αντίθετη όχι μόνον με τον τελικό στόχο της ανατροπής, όπως είχε αρχικά εκφραστεί από τον Ιησού, αλλά και με όσους ακόμη είχαν το ίδιο όνειρο. Αυτοί αποτελούσαν σοβαρή απειλή γιά την οργάνωση και την επικράτηση των συντηρικότερων που είχαν επιλέξει τον συμβατικό τρόπο της επιβίωσης και της επιβολής.

   Παράλληλα άλλαζε η πολιτική και η πολιτιστική κατάσταση – και μαζί μ’ αυτές μεταβαλλόταν και η γλώσσα που μπορούσε να εκφράσει τον υπερβατικό ριζοσπαστισμό. Ο Ιησούς και οι πρώτοι του πιστοί προέρχονταν από ένα συντηρητικό Εβραϊκό περιβάλλον όπου γιά κάποιο διάστημα κυριάρχησε η φωνή του Ιωάννη του Βαπτιστή, συμβόλου της μετάβασης από τον παλιό στον καινούριο κόσμο και λόγο. Σε κείνον τον κόσμο της απλής ευσέβειας και, ταυτόχρονα, του νέου οράματος, το Κακό που διατρέχει την Ιστορία εθεωρείτο ως συμφορά λίγο πολύ ξένη προς τον κόσμο, που ήταν εγγενώς καλός. Γιά ορισμένους όμως ο κόσμος άρχισε να μοιάζει όλο και πιό σκοτεινός, ενώ στο Κακό αποδόθηκε ο ρόλος του υπέρτατου ηγεμόνα, όχι απλώς ενός στοιχείου που οικειοποιήθηκε ή πολέμησε την θεϊκή εξουσία. Έτσι η μόνη ελπίδα έμοιαζε να είναι η απόδραση από τούτον τον κόσμου του Κακού Δημιουργού, μιάς και οι άνθρωποι, ή τουλάχιστον ορισμένοι άνθρωποι, είναι δημιουργήματα όχι αυτής της παράλογης κατάστασης που κυριαρχεί στον κόσμο, αλλά τέκνα αυτού του στοιχείου που οραματίζεται το καλό ή το υπέρτατο, ή που ταυτίζεται μ’ αυτό. Η δυστυχία τους είναι ότι πλανήθηκαν, πέφτοντας στην παγίδα της ηδονής μέσα σε έναν αφόρητο και απίθανο κόσμο και αποξενώθηκαν από την αληθινή εστία. Γιά ορισμένους, αυτό σήμαινε ότι, μέσω της ολοένα και μεγαλύτερης επίγνωσης, μακριά από τους εξωτερικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να τούς διασπάσουν, μπορούσαν και όφειλαν να κερδίσουν την Αναψυχή, την ένωση με το Παν, που είναι το πεπρωμένο όσων έχουν μέσα τους μιά θεία σπίθα.

    Έτσι δημιουργήθηκε ο Χριστιανικός Γνωστικισμός: ως μια καινούρια διατύπωση και εξερεύνηση του «παλιού» αυτού μηνύματος. Αυτοί οι Γνωστικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους γνήσια συνέχεια του αυθεντικού Χριστιανισμού, μέσα στις καινούριες συνθήκες που θεωρούσαν ότι αλλοίωνε το αρχικό νόημα. Όμως οι «καινούριες συνθήκες» προϋπόθεταν και διαφορετικές διατυπώσεις, ορίζοντας ταυτόχρονα και τις παρεκκλίσεις από τις οργανωμένες εκκλησίες, που, μέσα από την απομάκρυνσή τους από τους αρχικούς όρους του πρώιμου Χριστιανισμού, προσπαθούσαν να διατηρήσουν μιά συνοχή επιβεβλημένη εκ των άνω. Άλλωστε από την εποχή του Παύλου ακόμη υπήρχαν διενέξεις μέσα στις τάξεις των Χριστιανών, που εκφράζονταν από το κίνημα των «ελληνιζόντων» και όσους χριστιανούς που τηρούσαν τις ιουδαϊκές παραδόσεις και χαρακτηρίζονταν αιρετικοί.

     Μερικά από τα Γνωστικά κείμενα του Ναγκ Χαμμάντι, όμως, δέν έχουν στοιχεία από την χριστιανική παράδοση, αντλώντας την έμπνευσή τους από τα ιουδαϊκά κείμενα, και ιδίως την Παλαιά Διαθήκη, όπως άλλωστε και ο Χριστιανισμός. Πολλοί θεωρούν οξύμωρο αυτόν τον συνδυασμό Γνωστικισμού – Ιουδαϊσμού, ξεχνώντας ότι ακόμη ένας από τους πρώτους διάσημους Γνωστικούς, ο Σίμων ο Μάγος, ήταν Γνωστικός και Σαμαρείτης[6]. Φυσικά τα λίγα που γνωρίζουμε γιά τους Ιουδαίους Γνωστικούς προέρχονται από τα κείμενα των πολεμίων τους, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα και με τους Χριστιανούς Γνωστικούς. Η ανακάλυψη των κειμένων της Νεκρής Θάλασσας είχε ήδη ρίξει κάποιο φως[7] σ’ αυτές τις πλευρές και τους φαινομενικά αντιφατικούς όρους Γνωστικός- Εβραίος ή Χριστιανός  - Γνωστικός, αποκαλύπτοντας έναν πνευματικό πλουραλισμό της εβραϊκής κοινωνίας άγνωστον μέχρι τότε[8].

   Οπωσδήποτε οι Χριστιανοί δέν συμπαθούσαν τους Γνωστικούς. Η απόρριψη ήταν αμοιβαία, μιάς και οι – σύμφωνα με τους Χριστιανούς – ως αιρετικοί περιγράφονται οι «ορθόδοξοι» Χριστιανοί, στην Αποκάλυψη του Πέτρου, ένα από τα κείμενα του Ναγκ Χαμμάντι, όπου και ασκείται κριτική στους συμβατικούς Χριστιανούς. Άλλωστε και μερικά από τα στοιχεία που ως τώρα θεωρούσαμε ότι αποτελούν μέρος του Χριστιανικού Γνωστικισμού αποδείχτηκε πλέον με τούτους τους Κώδικες ότι είναι εξω- χριστιανικά, αν και με ορισμένα ιουδαϊκά στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και γιά μερικές από τις κυρίαρχες Γνωστικές αντιλήψεις, όπως είναι η απόσυρση από τον κόσμο, η κριτική των θεσμών, η υπέρβαση, η καταγωγή του κόσμου και το ταξίδι της Ψυχής, ή ο κλασικός Γνωστικός δυισμός, που πηγές τους μπορούν να ανιχνευθούν στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, στις Μεσοποταμικές κοσμογονίες και σε Ιουδαϊκές πηγές. Γιά παράδειγμα ο Ειρηναίος παρουσιάζει τον Βarbello ως  κυρίαρχο μυθικό στοιχείο των Χριστιανών αιρετικών, ενώ Οι Τρεις Στύλοι του Σηθ, κείμενο χωρίς κανένα χριστιανικό στοιχείο, τού δίνει κυρίαρχη θέση. Γενικά τα κείμενα που σχετίζονται με τον Σηθ[9] θεωρούνται ότι αποτελούν τον κρίκο μεταξύ Γνωστικού και μή Γνωστικού Χριστιανισμού, ενώ μόνον ελάχιστα από τα κείμενα της Βιβλιοθήκες έχουν ουσιαστικά χριστιανικά στοιχεία.[10] Πολλά από τα κείμενα έχουν νεοπλατωνικές θέσεις, αν και γνωρίζουμε ότι ο Πλωτίνος μιλούσε απαξιωτικά γιά τους Γνωστικούς της Σχολής του. [11] Μιά έστω και πρόχειρη ματιά στα περιεχόμενα της Βιβλιοθήκης του Ναγκ Χαμμάντι θα αποκάλυπτε ευκολότατα την ευρύτατη πνευματική έκταση που καλύπτει ο Γνωστικισμός και τη φώτιση που μπορεί να προσφέρει.

   Όμως όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ασπάστηκε τον Χριστιανισμό στην πιό συμβατική μορφή του, ο Γνωστικισμός δέν είχε πιά πολλές ελπίδες επιβίωσης. Γιά αιώνες φάνηκε να σβήνεται οριστικά, εκτός από ορισμένες υπόγειες επιβιώσεις στον Μεσαίωνα και στον Αγγλικό Ρομαντισμό. Πέρα από τα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επέζησε στο Ιράν και στο Ιράκ με τη θρησκεία των Μανδαίων [12]. Στις μέρες μας, φωτισμένα πνεύματα όπως ο Γιούνγκ και παλιότερα ο Γητς και ο Ουίλιαμ Μπλέικ έφεραν στο φως μερικές από τις πλευρές αυτού του κινήματος που τόσο προσεχτικά φρόντισαν κάποιοι να ταφεί όχι μόνον στην άμμο του Ναγκ Χαμμάντι αλλά και μακριά από τη μνήμη και τη γνώση των ανθρώπων. Αλλά αυτή η  απώλεια  φάνηκε πιά ότι ήταν αναστρέψιμη.


 


 

 

Τα Περιεχόμενα της Βιβλιοθήκης του Ναγκ Χαμμάντι

Κώδικας I ( Κώδικας Γιουνγκ)
1.      Η Προσευχή του Αποστόλου Παύλου
2.      Το Απόκρυφον του Ιακώβου
3.      Το Ευαγγέλιο της Αληθείας
4.       Πραγματεία περί Αναστάσεως
5.     Η Τριμερής Πραγματεία
Κώδικας ΙΙ
1.      Το Απόκρυφον του Ιωάννου  
2.      Το Ευαγγέλιον του Θωμά
3.      Το Ευαγγέλιον του Φιλίππυ
4.      Η Υπόστασις των Αρχόντων
5.      Περί της Καταγωγής του Κόσμου
6.      Η Εξήγησις της Ψυχής
7.      Βιβλίο Θωμά του Διαδόχου 
Κώδικας  ΙΙΙ     
1.      Το Απόκρυφον του Ιωάννου (σύντομη εκδοχή)
2.      Το Ευαγγέλιον των Αιγυπτίων
3.      Εύγνωστος ο Ευλογημένος
4.      Η Σοφία του Ιησού Χριστού
5.      Ο Διάλογος του Σωτήρος

Κώδικας  IV
1.      Το Απόκρυφον του Ιωάννου (εκταταμένη εκδοχή)
2.      Το Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων*
Κώδικας  V
1.      Εύγνωστος ο Ευλογημένος
2.      Η Αποκάλυψις του Παύλου
3.      Η (Πρώτη) Αποκαλυψις του Ιακώβου
4.      Η (Δεύτερη) Αποκάλυψις του Ιακώβου
5.      Η Αποκάλυψις του Αδάμ.
Κώδικας  VI
1.      Οι Πράξεις του Πέτρου και των Δώδεκα Αποστόλων
2.      Ο Κεραυνός, Τέλειον Πνεύμα
3.      Αποκαλυπτική Έγκυρη Διδαχη
4.      Το Ευαγγέλιο της Μεγάλης μας Δύναμης
5.      Πλάτωνος Πολιτεία 
6.      Πραγματεία περί της Ογδόης και της Ενάτης
7.      Η Προσευχή των Ευχαριστιών.
8.      Ασκληπιός 21 – 29

Κώδικας VII
1.      Η Παράφρασις  του Σημ (απσσπάσματα)
2.      Η Δεύτερη Πραγματεία του Μεγάλου Σηθ
3.      Η Αποκάλυψις του Πέτρου
4.      Η Διδασκαλία του Συλβανού
5.      ΟΙ Τρεις Στύλοι του Σηθ 

Κώδικας VIII
1.      Ζωστριανός
2.      Η Επιστολή του Πέτρου στον Φίλιππο
Κώδικας IX
1.      Μελχισεδέκ
2.      Ο Στοχασμός του Νορήα
3.      Μαρτυρία περί Αληθείας
Κώδικας  X
Μαρσάνης
Κώδικας  XI
1.      Η Ερμηνεία της Γνώσεως
2.      Μία Βαλεντινιανή Παρουσίασις
2α Περί Χρίσματος
2β. Περί Βαπτίσεως :Α
2γ Περί Βαπτίσεως Β
2δ Περί Μεταλήψεως Α
2α. Περί Μεταλήψεως Β
3.      Αλλογενής
4.      Υψιφρόνη
Κώδικας  XII
1.      Οι Προτάσεις του Σέχτου
2.      Το Ευαγγέλιο της Αληθείας
3.      Αποσπάσματα

Κώδικας XIII
1.      Τριμορφική Πρωτόννοια
2.      Περί της Καταγωγής του Κόσμου

 

 



[1] Η Κοπτική είναι το τελευταίο στάδιο της Αιγυπτιακής γλώσσας. Γραφόταν στο Κοπτικό αλφάβητο που βασίζεται στο Ελληνικό με την προσθήκη ορισμένων χαρακτήρων που δηλώνουν ήχους μή υπαρκτούς (;) στα Ελληνικά. Η Κοπτική γλώσσα επέζησε της κατάκτησης της Αιγύπτου από τους Άραβες (7ο αι. μ.Χ) αλλά έχασε βαθμιαία έδαφος όταν τα Αραβικά  είχαν πλέον καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα, Συνέχισε να χρησιμοποιείται ως ομιλούμενη μόνον και ως Εκκλησιαστική γλώσσα των Χριστιανών Αιγυπτίων μέχρι τον 13ο αιώνα, οπότε άρχισε να περιορίζεται στην Άνω Αίγυπτο ΄μέχρι να εξαφανιστεί τον 17ο αιώνα, εκτός από ορισμένες απομονωμένες περιοχές. Σήμερα οι Κόπτες είναι αραβόφωνοι , χρησιμοποιούν την Κοπτική στις λειτουργίες της εκκλησίας.  Από τις πέντε κοπτικές διαλέκτους που υπήρχαν (Sahidic Bohairic Akhmimic Lycopolitan (Subakhmimic) και Fayyumic μόνον η δεύτερη επιζεί καθώς χρησιμοποιείται στις λειτουργίες.

[2]  Πράγματι αργότερα η αντίπαλη οικογένεια σκότωσε δύο από τα μέλη της δικής του πατριάς. Ακόμη και δέκα χρόνια αργότερα ο γιός του Αχμάντ παραφύλαξε και πυροβόλησε μιά κηδεία μέλους της οικογένειας του Μοχάμεντ και σκότωσε αρκετούς ανθρώπους. Ο Μοχάμεντ Άλι επεδείκνυε περήφανα ένα τραύμα που έφερε από αυτό το περιστατικό
[3] Οι Χωρικοί του αλ-Κασρ λένε πως πρόκειται γιά τον έμπορο Φικρί Τζαμπρα-ιλ, ιδιοκτήτη του μαγαζιού σπόρων  «Κατάστημα Ναγκ Χαμμάντι», ο ίδιος όμως αρνείται κάθε ανάμιξη στην υπόθεση των Κωδίκων.
[4] Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960
[5] Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το 9ο βιβλίο της Πολιτείας και είναι μιά παραβολή όπου η ψυχή παρομοιάζεται με ένα τριχοτομημένο υβρίδιο: ένα πολυκέφαλο τέρας, που συμβολίζει τα κατώτερα πάθη, ένα λιοντάρι που συμβολίζει το θάρρος, ως ανώτερο πάθος, και έναν άνθρωπο, που συμβολίζει την πιό ευγενή ιδιότητα, τη λογική. Πρόκειται γιά ένα απόσπασμα αγαπητό μεταξύ των Νεοπλατωνικών. Η Κοπτική αυτή εκδοχή διαφέρει αρκετά από το πρωτότυπο τόσο που οι αρχικοί επιμελητές της Βιβλιοθήκης Ναγκ Χαμμάντι δέν αναγνώρισαν περί τίνος επρόκειτο. Η μεγάλη αυτή παρέκκλιση αποδόθηκε σε ανικανότητα του μεταφραστή, ή σε Γνωστική  διασκευή. Φυσικά οι δύο αυτές ερμηνείες δέν αλληλοαποκλείονται. Εξ άλλου η Κοπτική δέν μπορεί να αποδώσει την πολυπλοκότητα της πλατωνικής Ελληνικής. Ο αρχικός συγγραφέας της Κοπτικής εκδοχής μπορεί να ήταν, κατά τους μελετητές, κάποιος με Ερμητικές γνώσεις, μιάς και μεταξύ αυτών των ομάδων οι «αναχωρητικές» τάσεις και η άρνηση του κόσμου ήταν ιδιαιτέρως έντονες. Πάντως στην εκδοχή αυτή της πλατωνικής   παραβολής αφθονούν οι αναφορές στις «εικόνες» και στην αδύναμη φύση των ανθρώπων που καλούνται εδώ να νικήσουν τις «εικόνες», στοιχείο κατ’ εξοχή Γνωστικό.
[6]  Οι Σαμαρείτες ήταν Εβραίοι, φυσικά, αλλά «αιρετικοί» γιά την πλειοψηφία του Εβραϊκού κόσμου. Ακόμη και σήμερα οι λίγοι εναπομείναντες θεωρούνται διαφορετικοί. Είναι γνωστή, εξ άλλου, η συνάντηση του Ιησού με τη Σαμαρίτειδα, την πρώτη εκτός του κινήματός του που τόν αναγνώρισε ως Μεσσία, αν και οι μαθητές του απόρησαν με την καθόλου μισαλλόδοξη στάση του να κουβεντιάσει επί ίσοις όροις με μιάν εκπρόσωπο του αιρετικού ιουδαϊκού χώρου.
[7]  Έτσι μάθαμε περισσότερα και ουσιαστικά γιά την ύπαρξη και τη δράση των Εσσαίων

από το Διαδίκτυο παίρνουμε γι’ αυτούς τις ακόλουθες πληροφορίες: Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας και ο Χριστιανισμός

Γράφει ο ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ
ΤΟ 1947 στην οροσειρά Kirbet Qumran, πλάι στη Νεκρά Θάλασσα, βρέθηκε ολόκληρη βιβλιοθήκη της ιουδαϊκής μοναστικής κοινότητας που είχε τον καταυλισμό της εκεί πλησίον. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Όχι μόνο γιατί πλουτίστηκαν έτσι οι γνώσεις μας σχετικά με το ιουδαϊκό θρησκευτικό κόμμα των Εσσαίων της εποχής του Χριστού, αλλά και γιατί ορισμένες αντιλήψεις αυτής της θρησκευτικής κοινότητας μοιάζουν αρκετά προς τις χριστιανικές, με άλλα λόγια προέρχονται πιθανώς από τους Εσσαίους.
Από παλαιότερες πηγές ξέρουμε για τους Εσσαίους ό,τι γι' αυτούς παραδίδει ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος και ο Φίλωνας, Ιουδαίος φιλόσοφος στην Αλεξάνδρεια. Σχετικώς λίγα πράγματα και αυτά παραποιημένα. Ο Ιώσηπος π.χ. αμιλλώμενος προς τις ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, παρουσιάζει και τους Εσσαίους, μαζί με τους Σαδδουκαίους και τους Φαρισαίους, όχι ως θρησκευτικοπολιτικές παρατάξεις, όπως πράγματι ήσαν, αλλά ως φιλοσοφικές σχολές. Στην εποχή μας, ο Ed. Schure στους "Μύστες" μάς έδωσε μια εικόνα γι' αυτούς ως "μύστες" κάποιας εσωτερικής παράδοσης, ενώ ήταν κυρίως μια βαθιά έκφραση ενός θρησκευτικοπολιτικού κόμματος.
Την εκτίμηση αυτή περί των Εσσαίων επιβεβαιώνουν τα κείμενα της βιβλιοθήκης της εσσαϊκής ιερής κοινότητας στο Qumran, που ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1947: ένα κατσίκι ξέφυγε από μικρό κοπάδι που έβοσκε στην περιοχή και χώθηκε σε τρύπα του βράχου που οδηγούσε προφανώς σε σπηλιά. Το τσοπανόπουλο έριξε πέτρες για να υποχρεώσει το κατσίκι να βγει: αντί γι' αυτό όμως άκουγε στάμνες ή κιούπια να σπάνε και πήγε το μυαλό του σε θησαυρό. Ετσι κινητοποιήθηκε η οικογένεια και η φυλή. Στο πρώτο αυτό σπήλαιο υπήρχαν αληθινοί αρχαιολογικοί θησαυροί. Οι πρώτοι που εισέβαλαν κατέστρεψαν αρκετά, έμειναν όμως και ορισμένα κείμενα σχεδόν άθικτα. Ετσι άρχισε η περιπέτεια των χειρογράφων του Qumran. Αρχαιολογικές σχολές, υπουργεία Εξωτερικών και ΟΗΕ κινητοποιήθηκαν: άλλα δέκα σπήλαια βρέθηκαν στην ίδια περιοχή, ανακαλύφθηκαν χειρόγραφα και στα νοτιότερα της ίδιας περιοχής, μελετήθηκαν από τους ειδικούς και σήμερα είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου σε πολλές γλώσσες, ακόμα και στην ελληνική (Τα κείμενα της Νεκράς Θάλασσας, Αθήνα 1988).
Σε άλλο άρθρο μπορεί να γίνει λόγος για την ιστορία της εσσαϊκής κοινότητας, όπως βγαίνει από τα κείμενά της, να δοθεί κάποια ανάλυση των κειμένων αυτών για να εκτιμηθεί η αξία τους καθ' αυτή: σ' αυτό όμως εδώ το άρθρο λόγος θα γίνει για την πιθανή επίδραση των χειρογράφων αυτών από θεολογική, οργανωτική και λατρευτική άποψη επί του αρχικού χριστιανισμού, δηλαδή στις συλλήψεις του, τη θεολογική του γλώσσα και στην εκκλησιαστική οργάνωση. Αυτό θα κάνουμε στη συνέχεια, αφού σημειώσουμε το εξής ενδιαφέρον: τα Ευαγγέλια αναφέρουν Φαρισαίους, Σαδδουκαίους, Ζηλωτές, Ηρωδιανούς, Μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή, πουθενά όμως δεν αναφέρουν Εσσαίους. Αυτό κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί οι Εσσαίοι δεν ήσαν μόνο οι πολυάριθμοι κοσμοκαλόγεροι -αγρότες στο Qumran, αλλά, όπως μας πληροφορεί το χειρόγραφο της Δαμασκού, υπήρχαν Εσσαίοι παντρεμένοι με οικογένειες και σε άλλες περιοχές της Παλαιστίνης. Έπειτα, σήμερα, δεν υπάρχει κανείς ειδικός μελετητής των χειρογράφων που να αμφιβάλλει ότι ο Παύλος είχε επηρεαστεί από τη θεολογία της κοινότητας, πως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πριν γίνει χριστιανός, υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα Εσσαίος, και πως η προς Εβραίους επιστολή γράφτηκε προς χριστιανούς που προηγουμένως ήταν Εσσαίοι. Το ερώτημα γίνεται ακόμη οξύτερο: γιατί πουθενά στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρονται Εσσαίοι, ενώ οι ιδέες τους είναι σχεδόν παντού; Δεν έχουμε ακόμα ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Πιθανό είναι πως αφομοιώθηκαν μετά το 67 μ.Χ. τόσο γρήγορα με τις χριστιανικές παραφυάδες στην Παλαιστίνη, έτσι που οι μετά το 70 μ.Χ. συγγραφείς της Κ. Διαθήκης δεν τους ξεχωρίζουν από τους χριστιανούς, ενώ αναφέρουν άλλα θρησκευτικά κινήματα.
Όταν εξερράγη η μεγάλη ιουδαϊκή επανάσταση το 66 μ.Χ., οι Εσσαίοι, καθώς κατέβαινε ο ρωμαϊκός στρατός από τη Συρία και περικύκλωνε τα Ιεροσόλυμα, εγκατέλειψαν τον καταυλισμό τους στο Qumran, αφού τακτοποίησαν μέσα στις γύρω σπηλιές ό,τι πολύτιμο είχαν, ιδίως τα ιερά κείμενα της κοινότητάς τους, με την ελπίδα πως, όταν περάσει η πολεμική καταιγίδα, θα επέστρεφαν στον ίδιο τόπο για να επανασυστήσουν την οργάνωσή τους. Από τα πράγματα όμως φαίνεται πως δεν επέστρεψαν ποτέ. Άλλωστε, από τον Ηγήσιππο, χριστιανό συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ., μας πληροφορεί ο ιστορικός Ευσέβιος πως και οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων, ως ειρηνιστές αυτοί, έκαναν περίπου το ίδιο. Πριν η Ιερουσαλήμ περισφιχτεί από το ρωμαϊκό κλοιό, η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων εγκατέλειψε την πόλη και ήρθε στην Πέλλα, πέραν του Ιορδάνη. Μερικοί ερευνητές, με το άγχος της δυσκολίας του προβλήματος γιατί δεν μνημονεύονται οι Εσσαίοι στην Κ.Δ., κάνουν ένα άλμα και, τελικά τους ταυτίζουν με τους "Ζηλωτές", από τους οποίους προέρχονταν δύο από τους δώδεκα μαθητές του Ιησού. Φυσικά, δεν θίγουμε εδώ καθόλου το θέμα της σχέσης του Ιωάννη του Βαπτιστή και των Μαθητών του προς τους Εσσαίους.
Τι λοιπόν προσφέρουν τα κείμενα αυτά στην από ιστορική άποψη πληρέστερη αντίληψη του χριστιανισμού; Όσα ακολουθούν αποτελούν μια πολύ συνοπτική και αποσπασματική απάντηση στο ερώτημα αυτό: 1) Ο Εσσαϊσμός ήταν προϊόν πολιτικοθρησκευτικών αντιθέσεων μέσα στον Ιουδαϊσμό του τέλους του α' ή των αρχών του β' αιώνα προ Χριστού. Πνευματικός ηγέτης της κοινότητος, συγγραφέας ασφαλώς κάποιων από τα εσσαϊκά κείμενα, ήταν ο Διδάσκαλος της Δικαιοσύνης, ο ευσεβής ιερέας τον οποίο οι εχθροί της κοινότητας σκότωσαν πιθανότατα κατά την ημέρα του Εξιλασμού στο Qumran. Οι Εσσαίοι όμως πίστευαν πως γρήγορα η μορφή του κόσμου αλλάζει ένας μεγάλος πόλεμος θα γίνει μεταξύ των Υιών του Φωτός εναντίον των Υιών του Σκότους (έχουμε κείμενο εσσαϊκό με αυτόν τον τίτλο), όπως ακριβώς γίνεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, θα έρθει η Ανάσταση και η Κρίση, οπότε και ο διδάσκαλος της δικαιοσύνης θα αναστηθεί θριαμβευτής, θρησκευτικός αρχηγός, ίσως Μεσσίας των Ααρών, αρχιερέας του Ισραήλ και παραπέρα, όλου του κόσμου. Για τα πολιτικά όμως πράγματα ο Θεός θα στείλει να τα ρυθμίσει τον Μεσσία του Ισραήλ, αυτόν που υπόσχονται οι Προφήτες και η μεσσιανική παράδοση του Ισραήλ.
2) Η εσσαϊκή κοινότητα στο Qumran, όχι παντού, ήταν οργανωμένη κομμουνιστικά στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Τη διοικούσαν η ολομέλεια και συμβούλια από 12 μέλη, τη γενική όμως εποπτεία στα οικονομικά αλλά και σε πνευματικά είχε ο Mebaquer, επόπτης ή "επίσκοπος". Όλα τα κείμενα, εξάλλου, αποπνέουν την αντίθεση προς κάθε ηθική ακαθαρσία, αποστροφή προς τα πλούτη και πνεύμα αδελφοσύνης μεταξύ των μελών.
Ας σταθούμε για λίγο εδώ. Πρέπει να είναι κανείς εντελώς άσχετος για να μην αντιλαμβάνεται τα κοινά που παρουσιάζουν μεταξύ τους η εσσαϊκή και η πρώτη χριστιανική κοινότητα, όπως και τις διαφορές.
Σήμερα ξέρουμε με βεβαιότητα πως ο Ιησούς γνώριζε τον εσσαϊσμό, χωρίς να είναι ο ίδιος Εσσαίος. Είχε ο ίδιος και οι μαθητές και οπαδοί του ως προς την ιστορία την ίδια με τους Εσσαίους, εσχατολογική εικόνα για το παρόν και το μέλλον, περί εσχατολογικού πολέμου, περί αναστάσεως και ριζικής αλλαγής του κόσμου και της ανθρώπινης ζωής με τον ερχομό του Μεσσία. Ο ίδιος ο Ιησούς, οι μαθητές του και οι αρχικοί χριστιανοί στα Ιεροσόλυμα, ζούσαν κοινοκτημονικά, με αγνότητα, ομοψυχία και αποστροφή στα πλούτη. Δεν είναι ίσως σύμπτωση που οι άμεσοι Μαθητές του Ιησού είναι Δώδεκα, που η ολομέλεια των χριστιανών σε συνέλευση ονομάζεται από τις Πράξεις των Αποστόλων "το πλήθος" (4,32, 6,2, 15,12, 30) όπως και στα κείμενα του Qumran, και για πρώτη φορά εμφανίζεται κατά τις Πράξεις πάντοτε, γύρω στα 44-45 μ.Χ. ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Ιησού, ως "επίσκοπος" στα Ιεροσόλυμα.
Είναι φανερό ευθύς εξαρχής στη σύγκριση των δύο μεγεθών ότι ο εσσαϊσμός ήταν προφητικό, αλλά και ιερατικό κίνημα, με μίσος προς το ιεροσολυμιτικό ιερατείο, ενώ στο χριστιανισμό μόνο ο Ιησούς και οι "ελληνιστές εξ Ιουδαίων χριστιανοί", όπως π.χ. ο Στέφανος, κοντά στην τελική καταστροφή και άλλων θεσμών, περίμεναν και την καταστροφή του Ιερού. Ο Ιησούς και το κήρυγμά του δεν έχουν ιερατικό χαρακτήρα, ούτε η νομική καθαρότητα και οι αγνισμοί ενδιέφεραν τον Ιησού όπως τους Εσσαίους. Επίσης, οι Εσσαίοι περίμεναν στο τέλος να μας έρθουν δύο Μεσσίες, ένας για τα θρησκευτικά και άλλος για τα πολιτικά κι ο Δάσκαλος της Δικαιοσύνης που αναμένεται να έρθει ως πνευματικός αρχηγός του νέου κόσμου πιστεύεται πως θα έρθει επικεφαλής της τελικής ανάστασης, ενώ η χριστιανική Εκκλησία στηρίχτηκε πάνω στο σταυρό, αλλά και την άμεση ανάσταση του Ιησού -την ανάσταση του Ιησού ως πρώτο και θεμελιώδες δείγμα του νέου κόσμου που φέρνει ο Θεός από τούδε. Είναι σαφείς οι διαφορές, αλλά είναι επίσης φανερές και οι ομοιότητες ως προς τα χρησιμοποιούμενα γλωσσικά θρησκευτικά σύμβολα.
3) Κεντρική διδασκαλία στη θεολογική σκέψη του Παύλου είναι πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να δικαιωθεί, να σωθεί, από τα ίδια του τα έργα το μπορεί μόνο με την πίστη και την ελπίδα στον Θεό: "δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτώ (τω ευαγγελίω) αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται 'ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται'". (Ρωμ., 1,17). Σε εσσαϊκό υπόμνημα στον Αββακούμ διαβάζουμε: "Ότι κανείς δεν δικαιούται με τον νόμο ενώπιον του Θεού είναι φανερό γιατί ο δίκαιος θα ζήσει διά της πίστεως. Αυτό αναφέρεται σε όσους τηρούν το νόμο στον οίκο του Ιούδα, τους οποίους ο Θεός θα γλυτώσει από την Κρίση εξ αιτίας των παθημάτων τους και της πίστεώς τους στο Διδάσκαλο της Δικαιοσύνης". Φαίνεται πολύ καθαρά ο όμοιος τρόπος σκέψης.
4) Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη έχουμε, στο υπόβαθρο, όλη την ηθική διαρχία των Εσσαίων του Qumran: Φως - σκοτάδι, ζωή - θάνατος, αλήθεια - ψεύδος, πνεύμα - σαρξ, πίστη - απιστία. Ο Ιωάννης γνωρίζει τη διδασκαλία των Εσσαίων. Π.χ. πως μέσα στον άνθρωπο παλεύουν δύο πνεύματα, της Αλήθειας και της Πλάνης: "Εδημιούργησε τον άνθρωπο να κυβερνάει τον κόσμο, και όρισε γι' αυτόν δύο πνεύματα για την πορεία του μέχρι τον χρόνο της επισκέψεώς του: τα πνεύματα της αλήθειας και της πλάνης. Αυτοί που γεννιώνται από την αλήθεια προέρχονται από την πηγή του φωτός, αυτοί όμως που γεννιώνται από την πλάνη προέρχονται από την πηγή του σκότους" (Εγχειρίδιο Πειθαρχίας ΙΙΙ). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: "Ημείς εκ του Θεού εσμέν, ο γινώσκων τον Θεόν ακούει ημών, ος ουκ έστιν εκ του Θεού ουκ ακούει ημών. Εκ τούτου γινώσκομεν το πνεύμα της αληθείας και το πνεύμα της πλάνης" (Α'Ιωάνν:4,6).
Το θέμα είναι απέραντο. Τα παραπάνω όμως είναι αρκετά για να αντιληφθεί κανείς πως ο χριστιανισμός χρωστάει αρκετά πράγματα στους Εσσαίους του Qumran.

Αποκαλύψεις για την αρχαία αίρεση των Εσσαίων

Φιλανδοί αρχαιολόγοι δημοσίευσαν σε βιβλίο (Archaeology of the Hidden Qumran) τα πορίσματα από τις έρευνες τους στο Κουμράν, από το 1992 έως το 1997, που αφορούν την Εσσαϊκή κοινότητα, αλλά και τα χειρόγραφα του Κουμράν. Οι δύο Φιλανδοί αρχαιολόγοι Minna και Kenneth Lonnqvist, είναι από τους λίγους που εξέτασαν τα πρωτότυπα Χειρόγραφα της Νεκράς θάλασσας.
Μία φωτογραφία που τραβήχτηκε το καλοκαίρι του 1996, μέσα στην μεγάλη αίθουσα των χειρογράφων του Κουμράν, αποκάλυψε στους αρχαιολόγους ότι η αίθουσα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ως "αίθουσα δείπνου", ήταν ιερό του Ήλιου.
Οι αρχαιολόγοι εξηγούν ότι το δωμάτιο είναι έτσι τοποθετημένο κατά την καλοκαιρινή Ισημερία σε σχέση με τις ακτίνες του Ήλιου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα Αιγυπτιακά ιερά που ήταν αφιερωμένα στην Ηλιακή λατρεία. Τα μέλη των Εσσαίων χρησιμοποιούσαν Ηλιακά ημερολόγια, παρότι η βίβλος ενθάρρυνε την χρήση σεληνιακών.
Οι ταφικές συνήθειες των κατοίκων του Κουμράν δεν ήταν ούτε Εβραϊκές ούτε Χριστιανικές αλλά Αιγυπτιακές. Παρόμοιοι τάφοι στους οποίους οι νεκροί είχαν θαφτεί, με το πρόσωπο να κοιτά την ανατολή, προς τον ανατέλλοντα ή Ήλιο, έχουν βρεθεί στην Γκίζα, και στην Λεοντόπολη.
Παρόμοιες ενδείξεις δεν είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψιν σε προηγούμενες μελέτες ή είχαν παραβλεφθεί.
Τόσο οι Ιώσηπος και ο Φίλων, αλλά και η Φιλανδή αρχαιολόγος Mina Lonnqvist, υποστηρίζουν ότι οι Εσσαίοι χρησιμοποιούσαν μυστικιστικές αρχαιό-Ελληνικές, θρησκευτικές πρακτικές. Ακόμα και οι πιο πρόσφατες εργασίες θεωρούσαν τους Εσσαίους, είτε ως Εβραϊκές ή προ Χριστιανικές αδελφότητες. Και αυτό διότι τα χειρόγραφα που άφησαν οι Εσσαίοι έχουν Βιβλικό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα, που οδηγούν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα για τον χαρακτηρισμό όλης της κοινότητας ως "Χριστιανικής". Χειρόγραφα και μαγικά κείμενα γραμμένα με το ίδιο κόκκινο μελάνι που βρέθηκαν στο Κουμράν, βρέθηκαν επίσης στην Αίγυπτο.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία, παρότι οι Εσσαίοι θεωρούνται ως "ασκητές", τα αρχαιολογικά ευρήματα αποκάλυψαν υπέροχα γυαλικά, κεραμικά, και αρκετά χρήματα, που αποδεικνύουν την ύπαρξη εμπορίου στην περιοχή. Το Κουμράν σήμερα είναι έρημος αλλά πρίν 2000 χρόνια υπήρχαν αγροκαλλιέργειες όπως υποστηρίζουν οι Φιλανδοί αρχαιολόγοι.
Σύμφωνα με τα πορίσματα των εργασιών, η κοινότητα εγκατέλειψε την περιοχή γύρω στο 31 π.Χ. Ο Ιώσηπος υποστηρίζει ότι η Γη κουνήθηκε έως την Ιερουσαλήμ. Είναι φυσικό λοιπόν ο σεισμός να επηρέασε και τις ακτές της Νεκράς Θάλασσας, που απέχουν 20 χιλιόμετρα. Είναι πολύ πιθανόν νερά να κατέκλυσαν τις σπηλιές, μιας και κομμάτια από ύφασμα που βρέθηκαν σε χειρόγραφα περιέχουν αλάτι.

Σημειώσεις Καταλόγου:

Εσσαίος, από την Ελληνική λέξη όσιος, Eσσαίοι: πιθανότατα Έλληνες, που ομιλούσαν την Ελληνική γλώσσα του Διογένη, στην περιοχή της Παλαιστίνης.
Η Ελληνιστική Περίοδος, μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, με την τεράστια εξάπλωση του Ελληνιστικού Πνεύματος από την Αίγυπτο μέχρι την Ινδία, οι Σελεύκιοι Βασιλείς, η διάδοση των Στωικών στις περιοχές Κύπρου, Παλαιστίνης και Συρίας και οι περιπλανώμενοι Έλληνες Κυνικοί Φιλόσοφοι, είχαν πιθανότατα βάλει και τα θεμέλια της Μοναστικής Κοινότητας των Εσσαίων στην περιοχή της Νεκράς θάλασσας.
·         Τα παιδιά του Φωτός δεν μπορεί να είναι άλλα από τα παιδιά του Απόλλωνος, Αγαμέμνονα, και Σωκράτη.


[8] Οι Χριστιανοί θεωρούσαν τον Γνωστικισμό προδοσία, όπως φαίνεται από την δεύτερη επιστολή του Παύλου προς Τιμόθεον (16 –18): τας δέ βεβήλους κακοφωνίας περιίστασο. Επί πλείον γαρ προκόψουσιν ασεβείας, και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει. . Ων έστιν Υμέναιος και Φιλητάς. Τα ονόματα που αναφέρονται είναι γνωστών την εποχή του Παύλου Γνωστικ
[9] Οι Τρεις Στύλοι του Σηθ, Μαρσάνης, Αλλογενής, Ο Στοχασμός το Νορήα
[10] Γιά παράδειγμα Η Τρίμορφος Πρωτόννοια και το Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων έχουν ελάχιστα χριστιανικά στοιχεία, ενώ Η Υπόστασις των Αρχόντων, ο Μελχισεδέκ και Το Απόκρυφον του Ιωάννου βρίσκονται κοντά στον Χριστιανικό Γνωστικισμό ενώ ένα κείμενο εμπνέεται άμεσα από τις διδασκαλίες του Ζωροάστρη: πρόκειται γιά το κείμενο που τιτλοφορείται Ζωστριανός που εκτός από το παιχνίδι του τίτλου περιέχει και κρυπτογραφημένο το όνομα του ίδιου του Ζωροάστρη.
[11] ΄Όπως αναφέρεται από τον Πορφύριο στον Βίο του Πλωτίνου.
[12] Εδώ μπορεί να μπει υλικό από το δεύτερο αρχείο που επισυνάπτω
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


[i]  Ο Οξύρρυγχος βρίσκεται  160 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Καΐρου και δυτικά από την κύρια πηγή του Νείλου, πολύ κοντά στην όαση του Φαγιούμ. Αρχικά ήταν μιά ασήμαντη πόλη που  μεγάλωσε, αλλάζοντας και όνομα (από το ψάρι Οξύρρυγχο που αφθονεί εκεί και που λατρευόταν από τους Αιγυπτίους) όταν κατακτήθηκε από τον Μεγάλο Αλέξανδρο το 332 π.Χ.. Στα Ελληνιστικά χρόνια εξελίχθηκε σε πλούσια περιφειριακή πρωτεύουσα, τρίτη σε πλούτο και σπουδαιότητα πόλη της Αιγύπτου. Στα χριστιανικά χρόνια ήταν διάσημη γιά τις πολλές εκκλησίες της. Στις επόμενες περιόδους παρήκμασε  γιά να εγκαταλειφθεί μετά την αραβική κατάκτηση (641), όταν παραμελήθηκε εντελώς το σπουδαίο της αποχετευτικό σύστημα. Σήμερα η πόλη  el-Bahnasa βρίσκεται πάνω από το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας πόλης.
    Γιά 1000- χρόνια οι κάτοικοι του Οξυρρύγχου πετούσαν τα σκουπίδια τους σε συγκεκριμένα σημεία πέρα από τα όρια της πόλης, στην έρημο. Αυτό το γεγονός, καθώς και το ότι η πόλη ήταν χτισμένη σε κανάλια και όχι κοντά στον ίδιο τον Νείλο, διέσωσαν πολλά από τα «σκουπίδια» και την ίδια την πόλη που δέν πλημμύριζε κάθε χρόνο. Όταν τα κανάλια ξεράθηκαν, το επίπεδο του νερού κατέβηκε γιά πάντα. Η δυτικά του Νείλου περιοχή σπάνια γνωρίζει βροχές, κι’ έτσι οι χωματερές του Οξυρρύγχου  καλύφθηκαν σταδιακά με άμμο και ξεχάστηκαν γιά τα επόμενα χίλια χρόνια.  Όταν άρχισαν οι ανασκαφές στην περιοχή, οι αρχαιολόγοι βρήκαν άφθονους παπύρους, γεγονός που τούς έκανε να ελπίζουν ότι θα βρουν και τα χαμένα έργα της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας. Βρέθηκαν, όμως, πολύ λίγα πράγματα – ποιήματα του Πινδάρου, αποσπάσματα της Σαπφώς και του Αλκαίου και άλλα, μεταξύ των οποίων τα σημαντικότερα ήταν ένα μεγάλος τμήμα των Ιχνευτών του Σοφοκλή και της Υψιπύλης του Ευριπίδη, καθώς και μεγάλο μέρος των έργων του Μενάνδρου και της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, μία βιογραφία του Ευριπίδη γραμμένη από τον Σάτυρο, και μιά επιτομή μερικών χαμένων βιβλίων του Λϊβιου, προσθήκη πολύ σημαντική  γιά την Λατινική γραμματολογία.

Ένα πολύ σημαντικό εύρημα ήταν το έργο που έγινε γνωστό ως  Hellenica Oxyrhynchus  άγνωστου συγγραφέα. Από την πλευρά που μάς ενδιαφέρει εδώ, σημαντικά είναι τα χριστιανικά έργα του Οξυρρύγχου: πρόκειται γιά το Ευαγγέλιο του Θωμά, γνωστό και ως Λόγοι του Ιησού, του 2ου ή του 3ου Αι. Μ. Χ., που θεωρείται ότι συντηρεί ή /και απηχεί μιά προφορική παράδοση των μέσων του 1οι αι.  Το πλήρες κείμενο του Ευαγγελίου του Θωμά βρέθηκε στο Ναγκ Χαμμάντι και θεωρείται από ορισμένους χριστιανούς ότι αποτελεί μέρος της αυθεντικής χριστιανικής παράδοσης γιά τον Βίο του Ιησού και ότι είναι παλιότερο από την Καινή Διαθήκη. Άλλα τμήματα του πιο διάσημου αυτού παπύρου από τον Οξύρρυγχο περιλαμβάνουν τμήματα της Αποκάλυψης του Βαρούχ  (Κεφάλαια 12 – 14, 4ος ή 5ος αι.), το Κατά Εβραίους Ευαγγέλιο  (3ος αι.), τον Ποιμένα του Ερμά, (3ος ή 4ος αι.), ένα έργο  Ειρηναίου (3ος αι.) και ύμνους, προσευχές και επιστολές.

No comments: