Γυναικεία Πνευματικότητα

Popular Posts

Popular Posts

Search This Blog

Total Pageviews

Monday, March 14, 2011

Το Φύλλο και ο Άνεμος

Από το βιβλίο Πές μου ακόμα μιάν ιστορία (Tell Me Another Story) της Lisa Suhay, Σεπτέμβρης 2001 Paraclete Press

Το Φύλλο κοίταξε τον απέραντο αυγινό, ρόδινο ουρανό και τον πανέμορφο ανοιξιάτικο κήπο. Η δροσερή αύρα περνούσε από πάνω του και τον έκανε να λάμπει και να ψιθυρίζει.

Καθώς περνούσε η αύρα, το Φύλλο είδε όλες τις γωνιές του κήπου, με τα λουλούδια, τους θάμνους, τα δέντρα και τα ζώα. Το Φύλλο απλώθηκε όσο μπορούσε γιά να δει και ν’ ακούσει τα πάντα. Ήταν ένα πολύ νεαρό φύλλο στην κορφή ενός πολύ γέρικου δέντρου.

Το φύλλο λάτρευε τα στοιχεία της φύσης – τον άνεμο, τη βροχή και τον ήλιο. Αλλά πιό πολύ αγαπούσε τον Άνεμο.

Ο Άνεμος χάριζε στο Φύλλο την ελευθερία της κίνησης. Δίχως την αύρα και τον αέρα, δέν θα μπορούσε να δει τον κόσμο που απλωνόταν πάνω του, κάτω του και γύρω του. Ο Άνεμος

Δίχως τον Άνεμο, δέν θα μπορούσε να δει τον κόσμο κάτω και γύρω του. Ο Άνεμος λίκνιζε το Φύλλο γιά να το κοιμίσει και το κουνούσε απαλά γιά να το ξυπνήσει. Ο Άνεμος έκανε το Φύλλο να χορεύει.

Ο Άνεμος σφύριζε αξέχαστες μελωδίες στα κλαδιά, ψιθύριζε και, μερικές φορές, τραγουδούσε.

Πολλές φορές ο Άνεμος μιλούσε στο Φύλλο γιά τα μέρη που γνώρισε στα ταξίδια του.

« Ταξίδεψα από τα ποτάμια κι’ έφτασα στη θάλασσα», ψιθύρισε ο Άνεμος. Εκείνη την ημέρα το Φύλλο ένοιωσε τη μυρωδιά των νερών και των αλμυρών τόπων.

«Ψηλά στα βουνά, στην ίδια την πόρτα του Παράδεισου πήγα σήμερα», είπε ο Άνεμος και το Φύλλο τυλίχτηκε σε δροσερές οσμές. «Είδα πού τελειώνει ο Γαλάζιος Ουρανός και σταματούν τα πουλιά να πετούν. Άκουσα τη φωνή της ίδιας της Ζωής και είναι τόσο όμορφη.»

Το Φύλλο ρίγησε με τη σκέψη πως θα μπορούσε να τού μιλήσει η Ζωή, όπως μίλησε στον Άνεμο «Πότε θα μού μιλήσει η Ζωή;»

Η αύρα φύσηξε πιό θερμά στο φύλλο και ο Άνεμος είπε απαλά: «Μπορείς ν’ ακούσεις μέσα μου τη φωνή της Ζωής.»

Όποτε φυσούσε ο Άνεμος, όποια μορφή κι’ αν είχε, αύρα ή θύελλα, το πράσινο Φυλλαράκι τον χαιρετούσε - και ήταν σαν ευτυχισμένο παιδί που κουνά το χέρι σε αγαπημένο πρόσωπο.

«Θα σ’ αγαπώ γιά πάντα», ψιθύρισε το φύλλο στον κινούμενο αέρα γύρω του. Δέν μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία.

Όταν άκουσε αυτήν την υπόσχεση, το Δέντρο κουνήθηκε ολόκληρο και γέλασε βαθιά. « Χαίρομαι που είσαι ευτυχισμένο τώρα», είπε το Δέντρο. «Κοίτα να χαρείς τα νιάτα και την ομορφιά σου όσο μπορείς, γιατί πολύ γρήγορα θα μαραθείς, θα γίνεις καφέ, θα γεμίσεις ρυτίδες, θα ξεραθείς, θα γίνεις σκόνη και θα σε πάρει μακριά η αύρα ετούτη που γεμίζει την καρδιά σου χαρά σήμερα.»

Το Φύλλο αγρίεψε λίγο μ’ αυτά τα λόγια. Τα άλλα φύλλα δέν είπαν τίποτα. Ένα δυό μόνο, νοιώθοντας τη θλίψη του, έπεσαν σαν δάκρυα πριν την ώρα τους.

« Δέν είναι έτσι!» , φώναξε το Φύλλο.

Το Δέντρο κουνήθηκε ξανά και είπε: «Μα είναι αλήθεια. Έχω δει πολλά, πολλά φύλλα από πολλά δέντρα να πέφτουν και να γίνονται σκόνη. Θα έρθει και γιά σένα η ώρα να καταραστείς τον Άνεμο και την τάξη των πραγμάτων. Ο Άνεμος είναι γέρος κι’ εσύ είσαι νεαρούλι ακόμα. Ρώτησε τον Άνεμο και θα σού τα πει.»

Το δέντρο σώπασε. Το Φύλλο προσπάθησε να μή σκέφτεται τί τού είχε πει το δέντρο. Φυσικά είχε ακούσει να μιλάνε γιά φύλλα που γερνούν και πεθαίνουν αλλά δέν ήθελε να νοιώσει θυμό ή μίσος.

Εκείνη την ημέρα το Φύλλο πήρε μιάν απόφαση. Φώναξε στον κόσμο: «Δέν θα μισήσω ποτέ τον Άνεμο. Δέν θα αφήσω να μέ κυριεύσουν η δυστυχία κι’ ο φόβος.» Όμως, την επόμενη φορά που ήρθε ο Άνεμος, το Φύλλο δέν κρατήθηκε και ρώτησε: «Όταν γεράσω και γίνω ένα ξερό, καφέ φύλλο, θα μέ καταστρέψεις, όπως λέει το δέντρο;» .

Ο Άνεμος έμεινε σιωπηλός γιά πολλήν ώρα. «Δέν θα σέ καταστρέψω, αγαπημένο Φύλλο», είπε. «Όλα τα πράγματα στη Γη γερνούν και ξεραίνονται. Δέν το προκαλώ εγώ αυτό.»

Το Φύλλο έτρεμε και ο Άνεμος είδε πως άρχισε να το κυριεύει ο φόβος. Ο Άνεμος πρόσθεσε: «Κράτησε την υπόσχεση που έδωσες, να μήν σε κυριεύσουν η λύπη και το μίσος όταν έρθει η ώρα σου να πέσεις. Θα είμαι εγώ εκεί και θα σέ πιάσω.»

Το Φύλλο ένοιωσε ξανά δυνατό. «Πες μου γιά τα ταξίδια σου», είπε. Ο Άνεμος άρχισε να μιλά και συνέχισε μέχρι αργά τη νύχτα.

Ο καιρός περνούσε. Το Φύλλο μεγάλωνε και άλλαζε. Στην αρχή έγινε πολύ μεγάλο και δυνατό. Μετά, όταν άρχισε ο καιρός να γίνεται ψυχρός, πήρε τα πιό όμορφα χρώματα. Στην αρχή άρχισε να γίνεται κίτρινο, μετά άρχισαν να απλώνονται απάνω του κόκκινες και χρυσές αποχρώσεις.

«Είσαι πανέμορφο σήμερα», ψιθύρισε ο Άνεμος. « Νομίζω πως δέν υπάρχει ούτε ένα φύλλο σε ολόκληρον τον κόσμο τόσο όμορφο.»

Το Φύλλο κινήθηκε ελαφρά – ήξερε πολύ καλά ότι πολλά από τα άλλα φύλλα είχαν αρχίσει, κι’ αυτά, να αλλάζουν αποχρώσεις. Όμως τα λόγια του Ανέμου το έκαναν να χαρεί.

«Είναι η αρχή του τέλους γιά σένα και τ’ αδέλφια σου», είπε το Δέντρο. «Πολύ γρήγορα πιά, αχ, πόσο γρήγορα, θα είστε ένας λεκές στη λάσπη»

Όλα τα άλλα φύλλα άρχισαν να γέρνουν και μερικά έπεσαν πρώιμα, επειδή το βάρος αυτής της θλιβερής τους σκέψης τά τράβηξε στη Γη. Δέν έγινε το ίδιο και με το Φύλλο μας. «Λόγια, λόγια, λόγια», είπε γελώντας. «Δέν μπορείς να μού κάνεις κακό με τα λόγια. Εγώ διαλέγω να νοιώθω ευτυχία με τη μοίρα μου. Άλλοι διαλέγουν να νοιώθουν θλίψη. Ο μόνος που θα νοιώσει θλίψη όταν θα φύγω θα είσαι εσύ, γέρικο δέντρο: με ποιόν θα μιλάς όταν φύγω;».

Το Δέντρο ταρακουνήθηκε θυμωμένο: «Θα δεις», μούγκρισε. «Θα γίνεις σκόνη!»

Καθώς περνούσαν οι μέρες, το Φύλλο άρχισε να νοιώθει αδύναμο και κουρασμένο. Τα ζωηρά του χρώματα έγιναν σκούρα καστανά και το Φύλλο κατάλαβε πως ο καιρός του λιγόστευε. Όμως δέν ένοιωθε θλίψη, γιατί κάθε μέρα πιά ο Άνεμος μιλούσε στο Φύλλο γιά τις θαυμαστές περιπέτειες που θα γνώριζε.

Το Δέντρο θύμωνε και μόνο που έβλεπε το Φύλλο να επιμένει στην ευτυχία αν όλα γύρω του έπεφταν. Μιά μέρα δέν άντεξε άλλο και, όταν ήρθε ο Άνεμος, κουνήθηκε μ’ όλη του τη δύναμη και το Φύλλο ξεκόλλησε από το κλαδί κι’ άρχισε να πέφτει.

Το Δέντρο περίμενε ότι το Φύλλο θα έβαζε τις φωνές και τα κλάματα όταν θα καταλάβαινε τί τού συμβαίνει. Όμως, αντί γι’ αυτά, το Δέντρο άκουσε γέλια.

Τη μιά στιγμή το Φύλλο ήταν γερά κολλημένο στο Δέντρο και την άλλη έπεφτε στριφογυρνώντας. «Πετάω!», φώναξε το Φύλλο χαρούμενο.

«Πέφτεις! Πήρες βουτιά!» τού φώναξε το Δέντρο.

« Πετώ σαν πουλάκι», τραγούδησε το Φύλλο. «Κοίταξέ με!»

Το Φύλλο ένοιωσε κάτι να το υψώνει. Ήταν ο Άνεμος που είχε έρθει να κρατήσει την υπόσχεσή του. «Δέν μπορώ να σέ πάω μακριά τώρα. Απλώς θα σέ ακουμπήσω το χώμα να ξεκουραστείς. Ό,τι κι’ αν γίνει, μή φοβηθείς. Θα γυρίσω να σέ πάρω.»

Ο Άνεμος κατέβασε το Φύλλο απαλά στο χώμα και το ακούμπησε χάμω. Το Φύλλο ένοιωσε το ρίγος από τις ρίζες του Δέντρου, καθώς εκείνο γέλασε και είπε: «Τα βλέπεις; Είσαι κι’ εσύ έτοιμο να γίνεις σαν όλα τα άλλα φύλλα. Όπως είχα προβλέψει. Παράτα τα πιά.»

Το Φύλλο δέν ένοιωσε θλίψη από τα λόγια του Δέντρου. Απλώς δέν απάντησε. Κοιτούσε τον κόσμο από την καινούρια του θέση. Όλα φαίνονταν αλλιώτικα. Σε λίγο αποκοιμήθηκε. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να ξυπνήσει ξανά.

Αντί να νοιώθει γέρικο, δυσκίνητο και σχεδόν χάρτινο, το Φύλλο ένοιωσε ξαφνικά ελεύθερο να κινείται. Άκουγε τον Άνεμο να τραγουδά απαλά ανάμεσα στα δέντρα και ένοιωσε να ανεβαίνει όλο και πιό ψηλά.

«Δέν σού υποσχέθηκα πως όλα θα πάνε καλά;» ψιθύρισε τραγουδιστά ο Άνεμος. «Έγινες και σύ πιά σκόνη, είσαι τόσο ελαφρύ και λεπτό που μπορώ να σέ παίρνω μαζί μου παντού.»

Και ο Άνεμος πήρε τη σκόνη που ήταν το Φύλλο και το σκόρπισε στα χωράφια και στα φτερά των πουλιών που πετούσαν στα βουνά, και τα ρυάκια που γίνονταν ένα με τη θάλασσα. Και ό,τι απόμεινε από το χώμα εκείνο, που κάποτε ήταν Φύλλο, ο Άνεμος το σκόρπισε στα σύννεφα και το Φύλλο γύρισε ξανά στη Γη με τις βροχές και με τα χιόνια.

Όπου έπεφτε, η σκόνη του Φύλλου έφερνε έναν σπόρο χαράς, μιά σταγόνα ελπίδας και το άγγιγμα της αγάπης γιά τον άνεμο και τη ζωή.

Μιά μέρα της άνοιξης, ο Άνεμος πέρασε κοντά από το Δέντρο και το άκουσε να λέει στα νεαρά φύλλα γιά το Φύλλο που αγάπησε τον Άνεμο και χάθηκε στο χώμα και στη σκόνη.

Ο Αέρας χώθηκε στο Δέντρο τραγουδώντας έναν σκοπό δροσερό και φρέσκο σαν της αύρας. «Ακούστε, παιδιά μου, μα όχι αυτούς που σάς λένε ότι η μοίρα σας είναι η λάσπη. Ακούστε την ιστορία μου – εγώ θα σάς πω πώς θα γίνετε αστρόσκονη. Πιστέψτε με και δέν θα νοιώσετε ποτέ φόβο.»

Αν αναρωτηθείς ποτέ ποιά φύλλα ακούνε τον Άνεμο κι’ όχι το Δέντρο, κοίταξε ψηλά μιά μέρα που θα βρέχει και θα φυσά ο αέρας δυνατά, και θα ξεχωρίσεις εκείνα που χαιρετούν τον κόσμο με χαρά από κείνα που πέφτουν στη γη θλιμμένα.

No comments: